- σπήλμαν
- Νόρος που στη μεσαιωνική Γερμανία δήλωνε τον τραγουδιστή, τον μίμο, τον ακροβάτη, τον ταχυδακτυλουργό και ειδικότερα τον περιπλανώμενο τροβαδούρο ο οποίος εμφανιζόταν σε πανηγύρια, σε αγορές και σε πύργους.[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Spielmann «μουσικός»].
Dictionary of Greek. 2013.